ληστόγλαρος

ληστόγλαρος
ο
ζωολ.
κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών τού γένους stercorarius, θαλάσσιου πτηνού τής οικογένειας stercorariidae.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκούα — το, Ν ζωολ. κοινή ξενική ονομασία τών αρπακτικών θαλάσσιων πτηνών τού γένους στερκοράριος και, ιδίως, τού είδους Stercorarius scua, που είναι γνωστά με την ελληνική ονομασία ληστόγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. skua < δαν. skūgvur] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”